Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τυίδε
τυκίζω
τύκισμα
τύκος
τυκτά
τυκτός
τύλη
τύλος
τυλόω
τυλωτός
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τύμβος
τυμβοχοέω
τυμβοχοή
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανισμός
View word page
τύμβευμα
τύμβευμαατοςnτυμβεύω tomb, burial-chamberS.that which is placed in a tombcorpseE.

ShortDef

a tomb, grave

Debugging

Headword:
τύμβευμα
Headword (normalized):
τύμβευμα
Headword (normalized/stripped):
τυμβευμα
IDX:
40407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40408
Key:
τύμβευμα

Data

{'headword_display': '<b>τύμβευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τύμβευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>τυμβεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>tomb, burial-chamber</Tr><Au>S.</Au></nS1><nS1><Def>that which is placed in a tomb</Def><Tr>corpse</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τύμβευμα'}