Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Τῡδεύς
τυίδε
τυκίζω
τύκισμα
τύκος
τυκτά
τυκτός
τύλη
τύλος
τυλόω
τυλωτός
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τύμβος
τυμβοχοέω
τυμβοχοή
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρύχος
τύμμα
View word page
τυλωτός
τυλωτόςή όνadj of clubsknurledstuddedHdt.

ShortDef

knobbed

Debugging

Headword:
τυλωτός
Headword (normalized):
τυλωτός
Headword (normalized/stripped):
τυλωτος
IDX:
40406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40407
Key:
τυλωτός

Data

{'headword_display': '<b>τυλωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τυλωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of clubs</Indic><Tr>knurled<or/>studded</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τυλωτός'}