Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Τρῳάς
τρωγάλιον
τρώγματα
Τρωγοδύται
τρώγω
τρωθήσομαι
Τρωίᾱ
τρώκτης
τρωκτός
τρῶμα
τρωματίζω
τρώξιμος
τρῶξις
Τρῶος
τρωπάω
Τρώς
τρῶσις
τρώσομαι
τρωτός
τρωχάω
τρώω
View word page
τρωματίζω
τρωματίζωIon.vbτρωματίηςIon.mseeτραυματίζωτραυματίᾱς

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρωματίζω
Headword (normalized):
τρωματίζω
Headword (normalized/stripped):
τρωματιζω
IDX:
40382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40383
Key:
τρωματίζω

Data

{'headword_display': '<b>τρωματίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>τρωματίζω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><HG><HL>τρωματίης</HL><PS>Ion.m</PS></HG><XR>see<Ref>τραυματίζω</Ref><Ref>τραυματίᾱς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τρωματίζω'}