Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρῡ́πησις
τρῡπητά
τρῡπητής
τρῡσᾱ́νωρ
τρῡσίβιος
τρῡτάνη
τρυφάλεια
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφερός
τρυφερότης
τρυφή
τρύφημα
τρύφος
τρῡχηρός
τρύχνος
τρῡχόομαι
τρῦχος
τρῡ́χω
τρῡ́ω
Τρῳάς
View word page
τρυφερότης
τρυφερότηςητοςf indulgence in luxuryluxuriousnessArist.

ShortDef

luxury

Debugging

Headword:
τρυφερότης
Headword (normalized):
τρυφερότης
Headword (normalized/stripped):
τρυφεροτης
IDX:
40362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40363
Key:
τρυφερότης

Data

{'headword_display': '<b>τρυφερότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τρυφερότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>indulgence in luxury</Def><Tr>luxuriousness</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τρυφερότης'}