Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμπάλλω
ἄμπαλος
ἄμπαυμα
ἀμπείθω
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελοσκάφος
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελών
ἀμπέμπω
ἀμπεπαλών
ἀμπετάννῡμι
ἀμπετής
View word page
ἀμπελο-σκάφος
ἀμπελο-σκάφοςουmσκάπτω one who digs ditches to plant vinesvine-diggerA.satyr.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπελοσκάφος
Headword (normalized):
ἀμπελοσκάφος
Headword (normalized/stripped):
αμπελοσκαφος
IDX:
4035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4036
Key:
ἀμπελοσκάφος

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπελο-σκάφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμπελο-σκάφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who digs ditches to plant vines</Def><Tr>vine-digger</Tr><Au>A.<Wk>satyr.fr.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμπελοσκάφος'}