Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρύζω
τρῡμαλιᾱ́
τρῡ́μη
τρύξ
τρῡ́ξω
τρῡ́πανον
τρῡπάω
τρῡ́πημα
τρῡ́πησις
τρῡπητά
τρῡπητής
τρῡσᾱ́νωρ
τρῡσίβιος
τρῡτάνη
τρυφάλεια
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφερός
τρυφερότης
τρυφή
τρύφημα
View word page
τρῡπητής
τρῡπητήςοῦmone who drills holeshole-makerPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρῡπητής
Headword (normalized):
τρῡπητής
Headword (normalized/stripped):
τρυπητης
IDX:
40354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40355
Key:
τρῡπητής

Data

{'headword_display': '<b>τρῡπητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τρῡπητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>one who drills holes</Def><Tr>hole-maker</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τρῡπητής'}