Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρυγῳδός
τρῡγών
τρύζω
τρῡμαλιᾱ́
τρῡ́μη
τρύξ
τρῡ́ξω
τρῡ́πανον
τρῡπάω
τρῡ́πημα
τρῡ́πησις
τρῡπητά
τρῡπητής
τρῡσᾱ́νωρ
τρῡσίβιος
τρῡτάνη
τρυφάλεια
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφερός
τρυφερότης
View word page
τρῡ́πησις
τρῡ́πησιςεωςf boringof holesArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρῡ́πησις
Headword (normalized):
τρῡ́πησις
Headword (normalized/stripped):
τρυπησις
IDX:
40352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40353
Key:
τρῡ́πησις

Data

{'headword_display': '<b>τρῡ́πησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τρῡ́πησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>boring<Expl>of holes</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τρῡ́πησις'}