Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρῡγητήρ
τρύγητος
τρυγηφόρος
τρυγικός
τρυγοδαίμων
τρύγοιπος
τρυγῳδίᾱ
τρυγῳδικός
τρυγῳδός
τρῡγών
τρύζω
τρῡμαλιᾱ́
τρῡ́μη
τρύξ
τρῡ́ξω
τρῡ́πανον
τρῡπάω
τρῡ́πημα
View word page
τρυγῳδικός
τρυγῳδικόςή όνadjof a choruscomicAr.

ShortDef

trygic, comic word for comic

Debugging

Headword:
τρυγῳδικός
Headword (normalized):
τρυγῳδικός
Headword (normalized/stripped):
τρυγωδικος
IDX:
40341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40342
Key:
τρυγῳδικός

Data

{'headword_display': '<b>τρυγῳδικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρυγῳδικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a chorus</Indic><Tr>comic</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρυγῳδικός'}