Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρῡγητήρ
τρύγητος
τρυγηφόρος
τρυγικός
τρυγοδαίμων
τρύγοιπος
τρυγῳδίᾱ
τρυγῳδικός
τρυγῳδός
τρῡγών
τρύζω
τρῡμαλιᾱ́
τρῡ́μη
τρύξ
τρῡ́ξω
τρῡ́πανον
View word page
τρύγοιπος
τρύγοιποςουm filter for straining must from grape-skinswine-strainerAr.

ShortDef

a straining-cloth

Debugging

Headword:
τρύγοιπος
Headword (normalized):
τρύγοιπος
Headword (normalized/stripped):
τρυγοιπος
IDX:
40339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40340
Key:
τρύγοιπος

Data

{'headword_display': '<b>τρύγοιπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τρύγοιπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>filter for straining must from grape-skins</Def><Tr>wine-strainer</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τρύγοιπος'}