Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄμουσος
ἄμοχθος
ἀμπάλλω
ἄμπαλος
ἄμπαυμα
ἀμπείθω
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελοσκάφος
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελών
ἀμπέμπω
ἀμπεπαλών
View word page
ἀμπελόεις
ἀμπελόειςεσσα ενadjof regionsrich in vines, vine-cladIl. hHom. Alc. Thgn. Pi.

ShortDef

rich in vines

Debugging

Headword:
ἀμπελόεις
Headword (normalized):
ἀμπελόεις
Headword (normalized/stripped):
αμπελοεις
IDX:
4033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4034
Key:
ἀμπελόεις

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπελόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀμπελόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of regions</Indic><Tr>rich in vines, vine-clad</Tr><Au>Il. hHom. Alc. Thgn. Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμπελόεις'}