Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρῡγητήρ
τρύγητος
τρυγηφόρος
τρυγικός
τρυγοδαίμων
τρύγοιπος
τρυγῳδίᾱ
τρυγῳδικός
τρυγῳδός
τρῡγών
τρύζω
τρῡμαλιᾱ́
τρῡ́μη
View word page
τρυγη-φόρος
τρυγη-φόροςονadjφέρω of a regionprob.grape-producinghHom.

ShortDef

bearing fruits

Debugging

Headword:
τρυγηφόρος
Headword (normalized):
τρυγηφόρος
Headword (normalized/stripped):
τρυγηφορος
IDX:
40336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40337
Key:
τρυγηφόρος

Data

{'headword_display': '<b>τρυγη-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρυγη-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a region</Indic><Qualif>prob.</Qualif><Tr>grape-producing</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρυγηφόρος'}