Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροχίλος
τρόχις
τροχοδῑνέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρῡγητήρ
τρύγητος
τρυγηφόρος
τρυγικός
τρυγοδαίμων
τρύγοιπος
τρυγῳδίᾱ
τρυγῳδικός
τρυγῳδός
τρῡγών
View word page
τρύγη
τρύγηηςf grape cropharvesthHom.

ShortDef

ripe fruit, a grain-crop

Debugging

Headword:
τρύγη
Headword (normalized):
τρύγη
Headword (normalized/stripped):
τρυγη
IDX:
40333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40334
Key:
τρύγη

Data

{'headword_display': '<b>τρύγη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τρύγη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>grape crop</Def><Tr>harvest</Tr><Au>hHom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τρύγη'}