Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμουσίᾱ
ἄμουσος
ἄμοχθος
ἀμπάλλω
ἄμπαλος
ἄμπαυμα
ἀμπείθω
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελοσκάφος
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελών
ἀμπέμπω
View word page
ἀμπελίς
ἀμπελίςίδοςfyoung vineAr.bird which frequents vineyardsperh.buntingAr.

ShortDef

a vine-plant

Debugging

Headword:
ἀμπελίς
Headword (normalized):
ἀμπελίς
Headword (normalized/stripped):
αμπελις
IDX:
4032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4033
Key:
ἀμπελίς

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπελίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμπελίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>young vine</Tr><Au>Ar.</Au></nS1><nS1><Def>bird which frequents vineyards</Def><nS2><Qualif>perh.</Qualif><Tr>bunting</Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἀμπελίς'}