Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχίζομαι
τροχιλείᾱ
τροχιλεῖον
τροχίλος
τρόχις
τροχοδῑνέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρῡγητήρ
τρύγητος
τρυγηφόρος
τρυγικός
τρυγοδαίμων
View word page
τροχοποιέω
τροχοποιέωcontr.vb be a maker of wheelsbe a wheelwrightAr.

ShortDef

to make wheels

Debugging

Headword:
τροχοποιέω
Headword (normalized):
τροχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
τροχοποιεω
IDX:
40328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40329
Key:
τροχοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>τροχοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>τροχοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>be a maker of wheels</Def><Tr>be a wheelwright</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'τροχοποιέω'}