Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροχάω
τροχερός
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχίζομαι
τροχιλείᾱ
τροχιλεῖον
τροχίλος
τρόχις
τροχοδῑνέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
τρύγη
τρῡγητήρ
τρύγητος
View word page
τροχοδῑνέομαι
τροχοδῑνέομαιpass.contr.vb of a mad person's eyesroll aroundA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροχοδῑνέομαι
Headword (normalized):
τροχοδῑνέομαι
Headword (normalized/stripped):
τροχοδινεομαι
IDX:
40325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40326
Key:
τροχοδῑνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>τροχοδῑνέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>τροχοδῑνέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a mad person's eyes</Indic><Tr>roll around</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'τροχοδῑνέομαι'}