Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροχάζω
τροχαῖος
τροχαλός
τροχάω
τροχερός
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχίζομαι
τροχιλείᾱ
τροχιλεῖον
τροχίλος
τρόχις
τροχοδῑνέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
τρύβλιον
τρυγάω
View word page
τροχιλεῖον
τροχιλεῖονουn pulleyPl.

ShortDef

pulleyblock, pulley

Debugging

Headword:
τροχιλεῖον
Headword (normalized):
τροχιλεῖον
Headword (normalized/stripped):
τροχιλειον
IDX:
40322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40323
Key:
τροχιλεῖον

Data

{'headword_display': '<b>τροχιλεῖον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τροχιλεῖον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>pulley</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τροχιλεῖον'}