Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Τροφώνιος
τροχάζω
τροχαῖος
τροχαλός
τροχάω
τροχερός
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχίζομαι
τροχιλείᾱ
τροχιλεῖον
τροχίλος
τρόχις
τροχοδῑνέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
τρύβλιον
View word page
τροχιλείᾱ
τροχιλείᾱalsoτροχιλίᾱPlb. Plu.ᾱςf pulley-hoistused in building-workAr.pulleyPlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροχιλείᾱ
Headword (normalized):
τροχιλείᾱ
Headword (normalized/stripped):
τροχιλεια
IDX:
40321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40322
Key:
τροχιλείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>τροχιλείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τροχιλείᾱ<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>τροχιλίᾱ</FmHL><Au>Plb. Plu.</Au></VL></HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>pulley-hoist<Expl>used in building-work</Expl></Tr><Au>Ar.</Au><nS2><Tr>pulley</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'τροχιλείᾱ'}