Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροφός
Τροφώνιος
τροχάζω
τροχαῖος
τροχαλός
τροχάω
τροχερός
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχίζομαι
τροχιλείᾱ
τροχιλεῖον
τροχίλος
τρόχις
τροχοδῑνέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοποιέω
τροχός
τρόχος
View word page
τροχίζομαι
τροχίζομαιpass.vbaor.
ἐτροχίσθην
of a personbe put on the wheelfor tortureAntipho Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροχίζομαι
Headword (normalized):
τροχίζομαι
Headword (normalized/stripped):
τροχιζομαι
IDX:
40320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40321
Key:
τροχίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>τροχίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>τροχίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ἐτροχίσθην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>be put on the wheel<Expl>for torture</Expl></Tr><Au>Antipho Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'τροχίζομαι'}