Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁμοῦ γέ που
ἀμουσίᾱ
ἄμουσος
ἄμοχθος
ἀμπάλλω
ἄμπαλος
ἄμπαυμα
ἀμπείθω
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελοσκάφος
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελών
View word page
ἀμπέλιον
ἀμπέλιονουndimin.ἄμπελος littledear little vineAr.

ShortDef

dim. of ἄμπελος, vine

Debugging

Headword:
ἀμπέλιον
Headword (normalized):
ἀμπέλιον
Headword (normalized/stripped):
αμπελιον
IDX:
4031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4032
Key:
ἀμπέλιον

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπέλιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμπέλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>ἄμπελος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>little<or/>dear little vine</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμπέλιον'}