Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροφίᾱς
τρόφιμος
τρόφις
τροφόεις
τροφός
Τροφώνιος
τροχάζω
τροχαῖος
τροχαλός
τροχάω
τροχερός
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχίζομαι
τροχιλείᾱ
τροχιλεῖον
τροχίλος
τρόχις
τροχοδῑνέομαι
τροχοειδής
View word page
τροχερός
τροχερόςᾱ́ όνadj of trochaic tetrameter rhythmrunning, trippingArist.

ShortDef

running, tripping

Debugging

Headword:
τροχερός
Headword (normalized):
τροχερός
Headword (normalized/stripped):
τροχερος
IDX:
40316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40317
Key:
τροχερός

Data

{'headword_display': '<b>τροχερός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τροχερός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of trochaic tetrameter rhythm</Indic><Tr>running, tripping</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τροχερός'}