Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροφή
τροφίᾱς
τρόφιμος
τρόφις
τροφόεις
τροφός
Τροφώνιος
τροχάζω
τροχαῖος
τροχαλός
τροχάω
τροχερός
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχίζομαι
τροχιλείᾱ
τροχιλεῖον
τροχίλος
τρόχις
τροχοδῑνέομαι
View word page
τροχάω
τροχάωcontr.vbep.masc.acc.sg.ptcpl.w.diect.
τροχόωντα
of a personrunOd.

ShortDef

revolve

Debugging

Headword:
τροχάω
Headword (normalized):
τροχάω
Headword (normalized/stripped):
τροχαω
IDX:
40315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40316
Key:
τροχάω

Data

{'headword_display': '<b>τροχάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>τροχάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.masc.acc.sg.ptcpl.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>τροχόωντα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>run</Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'τροχάω'}