Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροπᾱλίς
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπόομαι
τροπός
τρόπος
τροποφορέω
τροπωτήρ
τροφᾱ́
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεύς
τροφή
τροφίᾱς
τρόφιμος
τρόφις
τροφόεις
τροφός
Τροφώνιος
τροχάζω
View word page
τροφαλίς
τροφαλίςίδοςfperh.τρέφω app.wedge, slicew.gen.of cheeseAr.

ShortDef

a piece

Debugging

Headword:
τροφαλίς
Headword (normalized):
τροφαλίς
Headword (normalized/stripped):
τροφαλις
IDX:
40302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40303
Key:
τροφαλίς

Data

{'headword_display': '<b>τροφαλίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τροφαλίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety>perh.<Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>wedge, slice<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of cheese</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τροφαλίς'}