Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροπαιοφορίᾱ
τροπαιοφόρος
τροπᾱλίς
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπόομαι
τροπός
τρόπος
τροποφορέω
τροπωτήρ
τροφᾱ́
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεύς
τροφή
τροφίᾱς
τρόφιμος
τρόφις
τροφόεις
τροφός
View word page
τροπωτήρ
τροπωτήρῆροςmτροπόομαι oar-strapTh. Ar.

ShortDef

twisted leathern thong, with which the oar was fastened

Debugging

Headword:
τροπωτήρ
Headword (normalized):
τροπωτήρ
Headword (normalized/stripped):
τροπωτηρ
IDX:
40300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40301
Key:
τροπωτήρ

Data

{'headword_display': '<b>τροπωτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τροπωτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τροπόομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>oar-strap</Tr><Au>Th. Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τροπωτήρ'}