Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τροπαίᾱ
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφορίᾱ
τροπαιοφόρος
τροπᾱλίς
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπόομαι
τροπός
τρόπος
τροποφορέω
τροπωτήρ
τροφᾱ́
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεύς
τροφή
τροφίᾱς
τρόφιμος
View word page
τροπός
τροπόςοῦmreltd.τρέπω oar-strapsecuring the oar to the thole-pinOd.

ShortDef

a twisted leathern thong

Debugging

Headword:
τροπός
Headword (normalized):
τροπός
Headword (normalized/stripped):
τροπος
IDX:
40297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40298
Key:
τροπός

Data

{'headword_display': '<b>τροπός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τροπός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd.<Ref>τρέπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>oar-strap<Expl>securing the oar to the thole-pin</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τροπός'}