Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Τροίᾱ
Τρόιος
τρομερός
τρομέω
τρόμος
τροπαίᾱ
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφορίᾱ
τροπαιοφόρος
τροπᾱλίς
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπόομαι
τροπός
τρόπος
τροποφορέω
τροπωτήρ
τροφᾱ́
τροφαλίς
View word page
τροπᾱλίς
τροπᾱλίςίδοςdial.freltd.τρέπω app.bunchw.gen.of garlicAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροπᾱλίς
Headword (normalized):
τροπᾱλίς
Headword (normalized/stripped):
τροπαλις
IDX:
40292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40293
Key:
τροπᾱλίς

Data

{'headword_display': '<b>τροπᾱλίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τροπᾱλίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>dial.f</PS><Ety>reltd.<Ref>τρέπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>bunch<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of garlic</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τροπᾱλίς'}