Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Τροζήν
Τροίᾱ
Τρόιος
τρομερός
τρομέω
τρόμος
τροπαίᾱ
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφορίᾱ
τροπαιοφόρος
τροπᾱλίς
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπόομαι
τροπός
τρόπος
τροποφορέω
τροπωτήρ
τροφᾱ́
View word page
τροπαιο-φόρος
τροπαιο-φόροςονadjφέρω of a Roman commandercarrying a trophyi.e. emblems of victory, in a processionPlu.

ShortDef

bearing trophies

Debugging

Headword:
τροπαιοφόρος
Headword (normalized):
τροπαιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τροπαιοφορος
IDX:
40291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40292
Key:
τροπαιοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>τροπαιο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τροπαιο-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a Roman commander</Indic><Tr>carrying a trophy<Expl>i.e. emblems of victory, in a procession</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'τροπαιοφόρος'}