Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριώρυγος
Τροζήν
Τροίᾱ
Τρόιος
τρομερός
τρομέω
τρόμος
τροπαίᾱ
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφορίᾱ
τροπαιοφόρος
τροπᾱλίς
τροπέω
τροπή
τρόπις
τροπόομαι
τροπός
τρόπος
τροποφορέω
τροπωτήρ
View word page
τροπαιοφορίᾱ
τροπαιοφορίᾱᾱςfτροπαιοφόρος carrying of trophiesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροπαιοφορίᾱ
Headword (normalized):
τροπαιοφορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
τροπαιοφορια
IDX:
40290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40291
Key:
τροπαιοφορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>τροπαιοφορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τροπαιοφορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τροπαιοφόρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>carrying of trophies</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τροπαιοφορίᾱ'}