Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄμορφος
ᾱ̔μός
ἆμος
ἄμοτος
ἁμοῦ γέ που
ἀμουσίᾱ
ἄμουσος
ἄμοχθος
ἀμπάλλω
ἄμπαλος
ἄμπαυμα
ἀμπείθω
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελοσκάφος
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
View word page
ἄμπαυμα
ἄμπαυμαdial.nἄμπαυσιςdial.fἀμπαυστήριοςIon.adjἀμπαύωdial.vbsee ἀναπαυ-

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄμπαυμα
Headword (normalized):
ἄμπαυμα
Headword (normalized/stripped):
αμπαυμα
IDX:
4027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4028
Key:
ἄμπαυμα

Data

{'headword_display': '<b>ἄμπαυμα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄμπαυμα</HL><PS>dial.n</PS></HG><HG><HL>ἄμπαυσις</HL><PS>dial.f</PS></HG><HG><HL>ἀμπαυστήριος</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><HG><HL>ἀμπαύω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see <Gr>ἀναπαυ-</Gr></XR> </XE>', 'key': 'ἄμπαυμα'}