Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριφίλητος
τρίφυλλον
τρίφῡλος
τρίχα
τρίχα
τριχᾱ́ῑκες
τρίχαλκον
τρίχᾱλος
τριχῇ
τριχθά
τριχινός
τριχίς
τριχόβρως
τριχοίνικος
τριχορρυέω
τριχός
τρίχους
τρίχωμα
τρῑψημερέω
τρῖψις
τρῑ́ψω
View word page
τριχινός
τριχινόςή όνadjθρίξof clothingmade of hairPl. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριχινός
Headword (normalized):
τριχινός
Headword (normalized/stripped):
τριχινος
IDX:
40267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40268
Key:
τριχινός

Data

{'headword_display': '<b>τριχινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τριχινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θρίξ</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of clothing</Indic><Tr>made of hair</Tr><Au>Pl. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριχινός'}