Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
τριττός
τριττυαρχέω
τριττύς
Τρῑ́των
τριφαλαγγίᾱ
τριφάσιος
τριφίλητος
τρίφυλλον
τρίφῡλος
τρίχα
τρίχα
τριχᾱ́ῑκες
τρίχαλκον
τρίχᾱλος
τριχῇ
τριχθά
τριχινός
τριχίς
View word page
τρί-φυλλον
τρί-φυλλονουnφύλλον three-leaved planttrefoil, cloverHdt.

ShortDef

tre-foil, clover

Debugging

Headword:
τρίφυλλον
Headword (normalized):
τρίφυλλον
Headword (normalized/stripped):
τριφυλλον
IDX:
40258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40259
Key:
τρίφυλλον

Data

{'headword_display': '<b>τρί-φυλλον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τρί-φυλλον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>φύλλον</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>three-leaved plant</Def><Tr>trefoil, clover</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τρίφυλλον'}