Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριτημόριον
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτοβᾱ́μων
Τρῑτογενής
τρίτος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
τριττός
τριττυαρχέω
τριττύς
Τρῑ́των
τριφαλαγγίᾱ
τριφάσιος
τριφίλητος
τρίφυλλον
τρίφῡλος
τρίχα
τρίχα
τριχᾱ́ῑκες
View word page
τριττυαρχέω
τριττυαρχέωcontr.vbτριττύςἀρχή be leader of a trittysas a minor military commandPl.

ShortDef

to be head of a τριττύς ΙΙΙ

Debugging

Headword:
τριττυαρχέω
Headword (normalized):
τριττυαρχέω
Headword (normalized/stripped):
τριττυαρχεω
IDX:
40252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40253
Key:
τριττυαρχέω

Data

{'headword_display': '<b>τριττυαρχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>τριττυαρχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>τριττύς</Ref><Ref>ἀρχή</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be leader of a trittys<Expl>as a minor military command</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'τριττυαρχέω'}