Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριτάλαντος
τρίτατος
τριτεῖα
τριτημόριον
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτοβᾱ́μων
Τρῑτογενής
τρίτος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
τριττός
τριττυαρχέω
τριττύς
Τρῑ́των
τριφαλαγγίᾱ
τριφάσιος
τριφίλητος
τρίφυλλον
τρίφῡλος
View word page
τριτό-σπορος
τριτό-σποροςονadjσπόρος of a generationproduced by the third sowingthirdA.

ShortDef

sown for the third time

Debugging

Headword:
τριτόσπορος
Headword (normalized):
τριτόσπορος
Headword (normalized/stripped):
τριτοσπορος
IDX:
40249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40250
Key:
τριτόσπορος

Data

{'headword_display': '<b>τριτό-σπορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τριτό-σπορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a generation</Indic><Def>produced by the third sowing</Def><Tr>third</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριτόσπορος'}