Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριταλαντιαῖος
τριτάλαντος
τρίτατος
τριτεῖα
τριτημόριον
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτοβᾱ́μων
Τρῑτογενής
τρίτος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
τριττός
τριττυαρχέω
τριττύς
Τρῑ́των
τριφαλαγγίᾱ
τριφάσιος
τριφίλητος
τρίφυλλον
View word page
τριτό-σπονδος
τριτό-σπονδοςονadjσπονδή of a paeanaccompanying the third libationA.

ShortDef

in which one has poured the third libation

Debugging

Headword:
τριτόσπονδος
Headword (normalized):
τριτόσπονδος
Headword (normalized/stripped):
τριτοσπονδος
IDX:
40248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40249
Key:
τριτόσπονδος

Data

{'headword_display': '<b>τριτό-σπονδος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τριτό-σπονδος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπονδή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a paean</Indic><Tr>accompanying the third libation</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριτόσπονδος'}