Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταῖος
τριταλαντιαῖος
τριτάλαντος
τρίτατος
τριτεῖα
τριτημόριον
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτοβᾱ́μων
Τρῑτογενής
τρίτος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
τριττός
τριττυαρχέω
τριττύς
Τρῑ́των
τριφαλαγγίᾱ
View word page
τριτο-βᾱ́μων
τριτο-βᾱ́μωνονgen.ονοςdial.adjβῆμαβαίνω of a walking-stickacting as a third footfor an old womanE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριτοβᾱ́μων
Headword (normalized):
τριτοβᾱ́μων
Headword (normalized/stripped):
τριτοβαμων
IDX:
40245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40246
Key:
τριτοβᾱ́μων

Data

{'headword_display': '<b>τριτο-βᾱ́μων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τριτο-βᾱ́μων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>βῆμα</Ref><Ref>βαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a walking-stick</Indic><Tr>acting as a third foot<Expl>for an old woman</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριτοβᾱ́μων'}