Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρισχῑλιοστός
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταῖος
τριταλαντιαῖος
τριτάλαντος
τρίτατος
τριτεῖα
τριτημόριον
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτοβᾱ́μων
Τρῑτογενής
τρίτος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
τριττός
τριττυαρχέω
τριττύς
View word page
τριτημόριος
τριτημόριοςονIon.η ονadj having a third partof a country, ref. to its resourcesproviding a thirdw.gen.of a continent, i.e. of its total resourcesHdt.

ShortDef

forming a third part of

Debugging

Headword:
τριτημόριος
Headword (normalized):
τριτημόριος
Headword (normalized/stripped):
τριτημοριος
IDX:
40243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40244
Key:
τριτημόριος

Data

{'headword_display': '<b>τριτημόριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τριτημόριος</HL><Infl>ον<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>η ον</FmInfl></VInfl></Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>having a third part</Def><aS2><Indic>of a country, ref. to its resources</Indic><Tr>providing a third<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a continent, i.e. of its total resources</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS2></aS1> </AE>', 'key': 'τριτημόριος'}