Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονῑ́κᾱς
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισσός
τριστάδιος
τρίστεγον
τρίστοιχος
τρισχῑ́λιοι
τρισχῑλιοστός
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταῖος
τριταλαντιαῖος
τριτάλαντος
τρίτατος
τριτεῖα
τριτημόριον
τριτημόριος
View word page
τρισχῑλιοστός
τρισχῑλιοστόςή όνadjof a yearthree-thousandthPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρισχῑλιοστός
Headword (normalized):
τρισχῑλιοστός
Headword (normalized/stripped):
τρισχιλιοστος
IDX:
40233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40234
Key:
τρισχῑλιοστός

Data

{'headword_display': '<b>τρισχῑλιοστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρισχῑλιοστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a year</Indic><Tr>three-thousandth</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρισχῑλιοστός'}