Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρίσκαλμος
τρισκατάρᾱτος
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμός
τρισμῡ́ριοι
τρισμῡριόπαλαι
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονῑ́κᾱς
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισσός
τριστάδιος
τρίστεγον
τρίστοιχος
τρισχῑ́λιοι
τρισχῑλιοστός
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
View word page
τρι-σπίθαμος
τρι-σπίθαμοςονadjσπιθαμή of a wheelmeasuring three spansin diameter, i.e. a little more than two feetHes.of a piece of wood, in lengthX.

ShortDef

three spans long

Debugging

Headword:
τρισπίθαμος
Headword (normalized):
τρισπίθαμος
Headword (normalized/stripped):
τρισπιθαμος
IDX:
40226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40227
Key:
τρισπίθαμος

Data

{'headword_display': '<b>τρι-σπίθαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρι-σπίθαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπιθαμή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wheel</Indic><Tr>measuring three spans<Expl>in diameter, i.e. a little more than two feet</Expl></Tr><Au>Hes.</Au><aS2><Indic>of a piece of wood, in length</Indic><Au>X.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'τρισπίθαμος'}