Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρῑσκαίδεκα
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρᾱτος
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμός
τρισμῡ́ριοι
τρισμῡριόπαλαι
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονῑ́κᾱς
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισσός
τριστάδιος
τρίστεγον
τρίστοιχος
τρισχῑ́λιοι
τρισχῑλιοστός
τρισώματος
View word page
τρισ-όλβιος
τρισ-όλβιοςᾱ ονadjof personsthrice-happydeeply fortunateAr.

ShortDef

thrice happy

Debugging

Headword:
τρισόλβιος
Headword (normalized):
τρισόλβιος
Headword (normalized/stripped):
τρισολβιος
IDX:
40224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40225
Key:
τρισόλβιος

Data

{'headword_display': '<b>τρισ-όλβιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρισ-όλβιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Def>thrice-happy</Def><Tr>deeply fortunate</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρισόλβιος'}