Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρισί
τρῑσκαίδεκα
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρᾱτος
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμός
τρισμῡ́ριοι
τρισμῡριόπαλαι
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονῑ́κᾱς
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισσός
τριστάδιος
τρίστεγον
τρίστοιχος
τρισχῑ́λιοι
τρισχῑλιοστός
View word page
τρισ-οιζυρός
τρισ-οιζυρόςή όνIon.adj of an islandthrice-miserabledeeply wretchedArchil.

ShortDef

thrice-wretched

Debugging

Headword:
τρισοιζυρός
Headword (normalized):
τρισοιζυρός
Headword (normalized/stripped):
τρισοιζυρος
IDX:
40223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40224
Key:
τρισοιζυρός

Data

{'headword_display': '<b>τρισ-οιζυρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρισ-οιζυρός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>Ion.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an island</Indic><Def>thrice-miserable</Def><Tr>deeply wretched</Tr><Au>Archil.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρισοιζυρός'}