Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρισᾱ́θλιος
τρισάσμενος
τρισεινάς
τρισευδαίμων
τρισί
τρῑσκαίδεκα
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρᾱτος
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμός
τρισμῡ́ριοι
τρισμῡριόπαλαι
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονῑ́κᾱς
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισσός
τριστάδιος
View word page
τρισ-μακάριος
τρισ-μακάριοςᾱ ονadjblest beyond measureArchil. Ar.

ShortDef

thrice-happy

Debugging

Headword:
τρισμακάριος
Headword (normalized):
τρισμακάριος
Headword (normalized/stripped):
τρισμακαριος
IDX:
40219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40220
Key:
τρισμακάριος

Data

{'headword_display': '<b>τρισ-μακάριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρισ-μακάριος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Tr>blest beyond measure</Tr><Au>Archil. Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρισμακάριος'}