Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμορβός
ἀμοργίς
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἄμορος
ἀμορφίᾱ
ἄμορφος
ᾱ̔μός
ἆμος
ἄμοτος
ἁμοῦ γέ που
ἀμουσίᾱ
ἄμουσος
ἄμοχθος
ἀμπάλλω
ἄμπαλος
ἄμπαυμα
ἀμπείθω
ἀμπελεών
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
View word page
ἁμοῦ γέ που
ἁμοῦ γέ πουadvἁμός any; cf. οὐδαμοί somewhere or otherLys.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁμοῦ γέ που
Headword (normalized):
ἁμοῦ γέ που
Headword (normalized/stripped):
αμου γε που
IDX:
4021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4022
Key:
ἁμοῦ γέ που

Data

{'headword_display': '<b>ἁμοῦ γέ που</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἁμοῦ γέ που</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ἁμός</Ref> <ital>any</ital>; cf. <Gr>οὐδαμοί</Gr></Ety></vHG> <advS1><Tr>somewhere or other</Tr><Au>Lys.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἁμοῦ γέ που'}