Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρῖς
τρισᾱ́θλιος
τρισάσμενος
τρισεινάς
τρισευδαίμων
τρισί
τρῑσκαίδεκα
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρᾱτος
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμός
τρισμῡ́ριοι
τρισμῡριόπαλαι
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονῑ́κᾱς
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρισσός
View word page
τρίσ-μακαρ
τρίσ-μακαρalso writtenτρὶς μάκαραροςmasc.fem.adj thrice-blestblest beyond measureOd. Hes.fr. Ar. Call.

ShortDef

thrice-blest

Debugging

Headword:
τρίσμακαρ
Headword (normalized):
τρίσμακαρ
Headword (normalized/stripped):
τρισμακαρ
IDX:
40218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40219
Key:
τρίσμακαρ

Data

{'headword_display': '<b>τρίσ-μακαρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρίσ-μακαρ<VL><Lbl>also written</Lbl><FmHL>τρὶς μάκαρ</FmHL></VL></HL><Infl>αρος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Def>thrice-blest</Def><Tr>blest beyond measure</Tr><Au>Od. Hes.<Wk>fr.</Wk> Ar. Call.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'τρίσμακαρ'}