Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρίς
τρῖς
τρισᾱ́θλιος
τρισάσμενος
τρισεινάς
τρισευδαίμων
τρισί
τρῑσκαίδεκα
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρᾱτος
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμός
τρισμῡ́ριοι
τρισμῡριόπαλαι
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
τρισολυμπιονῑ́κᾱς
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
View word page
τρισ-κατάρᾱτος
τρισ-κατάρᾱτοςονadj thrice-cursedutterly damnableD. Men.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρισκατάρᾱτος
Headword (normalized):
τρισκατάρᾱτος
Headword (normalized/stripped):
τρισκαταρατος
IDX:
40217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40218
Key:
τρισκατάρᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>τρισ-κατάρᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρισ-κατάρᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>thrice-cursed</Def><Tr>utterly damnable</Tr><Au>D. Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρισκατάρᾱτος'}