Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρῡμος
τρίς
τρῖς
τρισᾱ́θλιος
τρισάσμενος
τρισεινάς
τρισευδαίμων
τρισί
τρῑσκαίδεκα
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρᾱτος
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμός
τρισμῡ́ριοι
τρισμῡριόπαλαι
τρισοιζυρός
τρισόλβιος
View word page
τρῑσκαίδεκα
τρῑσκαίδεκα
and cpds.
see
τρεισκαίδεκα
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρῑσκαίδεκα
Headword (normalized):
τρῑσκαίδεκα
Headword (normalized/stripped):
τρισκαιδεκα
IDX:
40214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40215
Key:
τρῑσκαίδεκα
Data
{'headword_display': '<b>τρῑσκαίδεκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>τρῑσκαίδεκα<LblR>and cpds.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>τρεισκαίδεκα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τρῑσκαίδεκα'}