Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρῑπτήρ
τρῑ́πτης
Τριπτόλεμος
τριπτός
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρῡμος
τρίς
τρῖς
τρισᾱ́θλιος
τρισάσμενος
τρισεινάς
τρισευδαίμων
τρισί
τρῑσκαίδεκα
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρᾱτος
τρίσμακαρ
τρισμακάριος
τρισμός
View word page
τρισ-άσμενος
τρισ-άσμενοςη ονadj thrice-gladmost willingto do sthg.X.

ShortDef

thrice-pleased, most willing

Debugging

Headword:
τρισάσμενος
Headword (normalized):
τρισάσμενος
Headword (normalized/stripped):
τρισασμενος
IDX:
40210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40211
Key:
τρισάσμενος

Data

{'headword_display': '<b>τρισ-άσμενος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρισ-άσμενος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>thrice-glad</Def><Tr>most willing<Expl>to do sthg.</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρισάσμενος'}