Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριποδήιος
τριπόδης
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τρίπους
τρῑπτήρ
τρῑ́πτης
Τριπτόλεμος
τριπτός
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρῡμος
τρίς
τρῖς
τρισᾱ́θλιος
τρισάσμενος
τρισεινάς
τρισευδαίμων
τρισί
View word page
τριπτός
τριπτόςόνadjτρῑ́βω of a highwaytroddenPi.fr.cj.

ShortDef

rubbed

Debugging

Headword:
τριπτός
Headword (normalized):
τριπτός
Headword (normalized/stripped):
τριπτος
IDX:
40203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40204
Key:
τριπτός

Data

{'headword_display': '<b>τριπτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τριπτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρῑ́βω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a highway</Indic><Tr>trodden</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk><LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'τριπτός'}