Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρίπλεθρος
τριπλοῦς
τριποδήιος
τριπόδης
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τρίπους
τρῑπτήρ
τρῑ́πτης
Τριπτόλεμος
τριπτός
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρῡμος
τρίς
τρῖς
τρισᾱ́θλιος
τρισάσμενος
τρισεινάς
View word page
τρῑ́πτης
τρῑ́πτηςουm slave who rubs downa person's body after bathingmasseurPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρῑ́πτης
Headword (normalized):
τρῑ́πτης
Headword (normalized/stripped):
τριπτης
IDX:
40201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40202
Key:
τρῑ́πτης

Data

{'headword_display': '<b>τρῑ́πτης</b>', 'content': "<NE><HG><HL>τρῑ́πτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>slave who rubs down<Expl>a person's body after bathing</Expl></Def><Tr>masseur</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'τρῑ́πτης'}