Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄμομφος
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργίς
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἄμορος
ἀμορφίᾱ
ἄμορφος
ᾱ̔μός
ἆμος
ἄμοτος
ἁμοῦ γέ που
ἀμουσίᾱ
ἄμουσος
ἄμοχθος
ἀμπάλλω
ἄμπαλος
ἄμπαυμα
ἀμπείθω
ἀμπελεών
View word page
ἆμος
ἆμοςdial.conjseeἦμος

ShortDef

(Dor. > ἦμος) as, when

Debugging

Headword:
ἆμος
Headword (normalized):
ἆμος
Headword (normalized/stripped):
αμος
IDX:
4019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4020
Key:
ἆμος

Data

{'headword_display': '<b>ἆμος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἆμος</HL><PS>dial.conj</PS></HG><XR>see<Ref>ἦμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἆμος'}