Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριπέτηλον
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τρίπλαξ
τριπλασιάζομαι
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τριπλοῦς
τριποδήιος
τριπόδης
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τρίπους
τρῑπτήρ
τρῑ́πτης
Τριπτόλεμος
τριπτός
τρίπτυχος
τρίπωλος
View word page
τρι-πόθητος
τρι-πόθητος
dial.τριπόθᾱτος
ονadjποθέω
of personsthrice-desired, deeply yearned forMosch. Bionof springBion

ShortDef

thrice

Debugging

Headword:
τριπόθητος
Headword (normalized):
τριπόθητος
Headword (normalized/stripped):
τριποθητος
IDX:
40195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40196
Key:
τριπόθητος

Data

{'headword_display': '<b>τρι-πόθητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρι-πόθητος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>τριπόθᾱτος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποθέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>thrice-desired, deeply yearned for</Tr><Au>Mosch. Bion</Au><aS2><Indic>of spring</Indic><Au>Bion</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'τριπόθητος'}