Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάχυντος
τρίπεδος
τριπέτηλον
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τρίπλαξ
τριπλασιάζομαι
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τριπλοῦς
τριποδήιος
τριπόδης
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τρίπους
τρῑπτήρ
τρῑ́πτης
View word page
τρί-πλεθρος
τρί-πλεθροςονadjπλέθρον of the width of a temple or rivermeasuring three plethraPl. X.

ShortDef

three

Debugging

Headword:
τρίπλεθρος
Headword (normalized):
τρίπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
τριπλεθρος
IDX:
40191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40192
Key:
τρίπλεθρος

Data

{'headword_display': '<b>τρί-πλεθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρί-πλεθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλέθρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the width of a temple or river</Indic><Tr>measuring three plethra</Tr><Au>Pl. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρίπλεθρος'}